Έχει κάτι μέρες που σε ειδοποίησαν πως πέθανε ο φίλος σου, ο κολλητός σου. Πήγες στον τάφο του και έκλαψες. Μέχρι και συ έκλαψες. Και μετά, έτσι απλά, του είπες να βγει έξω. Από τον τάφο έξω, να σε δει. Σε είδε και ξανάζησε. Αναστήθηκε το λέμε.
Και μετά, όταν εσύ πέθαινες, "από ώρας έκτης έως ενάτης” πολλοί νεκροί βγήκαν από τους τάφους και “ενεφανίσθησαν πολλοίς”. Αναστήθηκαν το λέμε.
Και μέσα σε τρεις μέρες και συ ο ίδιος, που σε είχαν βάλει σε τάφο, που είχαν τσεκάρει πως δεν ζεις, “εφανέρωθης” σε πολλούς, “ηγέρθης”. Αναστήθηκες το λέμε.
Και τώρα εγώ αναρωτιέμαι αν μου αρκεί αυτό. Που αναστήθηκες και ανέστησες. Που νίκησες τον θάνατο. Μα αφού σου έχω μια λίστα με αυτούς και αυτά που δεν μου ανέστησες, αναρωτιέμαι- μου αρκεί αυτό;
Ξέρεις, πηγαίνω και γω σαν τις μυροφόρες αξημέρωτα και πρωινά στα μνήματα, με μύρα και κάθε καλό για κάθε αγαπημένο. Με πιάνουν και μένα τα κλάματα σαν κι αυτές. Και περιμένω.
Να έρθεις να με ρωτήσεις, όπως αυτές, “Γυναι, τι κλαίεις;”. Να ακούσω από τον άγγελο το “αποκεκύλισται ο λίθος” και να φύγουν ένα ένα τα βάρη που με πλακώνουν.
Να σου πω πως "ἡμεῖς ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι”, αλλά τώρα πια δεν ζει. Και να με πείσεις πως είμαι "βραδεῖα τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν”. Να έρθεις στο δρόμο δίπλα μου να περπατήσεις "ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ” και να με ρωτήσεις, όπως ρώτησες αυτούς που πορεύονταν προς Εμμαούς, γιατί είμαι σκυθρωπή. Να μου απαντήσεις με ένα “Χαίρετε” και να είναι αυτό εντολή ζωής. Να με φωνάξεις σαν την Μαρία με το όνομά μου, σαν να με ξέρεις από παλιά, και να συνεχίσεις με εντολή "Μὴ φοβεῖσθε”. Και γω τελικά να επιμένω "Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν”, γιατί "διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν” και "ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν”. Ναι, αυτό μου αρκεί. Χριστός ανέστη. Ευτυχώς.
Άννα Βακάλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου