Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Μια ξεχωριστή μέρα του μπαρμπα-Πανώφ





Μια ξεχωριστή μέρα του Μπάρμπα Πανώφ

Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε ένας γέρος τσαγκάρης. Το όνομά του ήταν Πανώφ. Ο μπαρμπα-Πανώφ δεν ήταν πλούσιος. Όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι του. Δεν είχε πια κανένα κοντά του.
Είναι βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Ο μοναχικός ηλικιωμένος τσαγκάρης, μπαρμπα-Πανώφ, κατεβάζει από το ψηλό ράφι το παλιό καφέ βιβλίο, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα του και αρχίζει να διαβάζει. Διαβάζει από το βιβλίο την ιστορία της γέννησης του Χριστού, την ιστορία δηλαδή των Χριστουγέννων. Καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του. Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ, τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό!
Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει.
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν. Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα
ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια. Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει! Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του!
Με την επιθυμία, λοιπόν, να τον επισκεπτόταν ο Χριστός και να του έδινε το δώρο του, ο μπαρμπα-Πανώφ αποκοιμήθηκε. Ακούει τότε τον Χριστό να του λέει: «Μπαρμπα-Πανώφ, έχεις την επιθυμία να με δεις, να
έλθω στο μαγαζάκι σου και να μου προσφέρεις κάποιο δώρο. Αύριο, λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κοιτάζεις έξω στον δρόμο και θα με δεις να έρχομαι. Πρόσεξε να με αναγνωρίσεις!»
Χριστούγεννα! Ο μπαρμπα-Πανώφ ετοιμάζεται γρήγορα και βγαίνει από το σπίτι του να πάει στην εκκλησία για τη Λειτουργία των Χριστουγέννων. Όταν επιστρέφει, κάθεται στην πολυθρόνα του και περιμένει με ανυπομονησία την επίσκεψη του Χριστού. Κοιτάζει συνεχώς από το παράθυρο, στέκει στην πόρτα, ψάχνει με το βλέμμα, μα μόνο χωριανούς του βλέπει, τους οποίους χαιρετά με καλοσύνη.
Καθώς περιμένει με αγωνία να συναντήσει τον Χριστό, προσφέρει φιλοξενία και ζεστασιά σε διάφορους περαστικούς. Πρώτα δέχεται στο σπίτι του τον γέρο οδοκαθαριστή που εργάζεται μέσα στην παγωνιά και
του δίνει να πιει ένα φλιτζάνι καφέ, για να ζεσταθεί. Στη συνέχεια φιλοξενεί μια νέα κουρασμένη γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά. Ο μπαρμπα-Πανώφ τους προσφέρει φαγητό και παίρνει στην αγκαλιά του το μικρό παιδί. Βλέπει τα γυμνά ποδαράκια του μωρού και συγκινείται. Αμέσως, σηκώνεται από την πολυθρόνα του, παίρνει το κουτί από το ράφι, βγάζει τα παπουτσάκια που προόριζε για τον Χριστό και τα χαρίζει στο μικρό παιδί. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε πάρα πολύ, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και έφυγε.
Ο μπαρμπα-Πανώφ στάθηκε και πάλι στο παράθυρο και κοιτούσε να δει τον Χριστό. Οι ώρες περνούσαν και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στον δρόμο. Όλους τους χαιρετούσε ο μπαρμπα-Πανώφ. Άλλους τους χαμογελούσε και στους ζητιάνους έδινε κάποιο νόμισμα ή ένα κομμάτι ψωμί. Ο Χριστός, όμως, δεν φαινόταν να έρχεται. Ο μπαρμπα-Πανώφ ήταν πολύ λυπημένος. Με βαριά καρδιά κάθισε στην πολυθρόνα του και σκέφτηκε πως όλα τελικά ήταν μόνο ένα όνειρο. Τότε ακούγεται η φωνή του Χριστού, για να του αποκαλύψει: «Εγώ είμαι που πεινούσα και μουέδωσες να φάω. Διψούσα και μου έδωσες να πιω. Κρύωνα και με πήρες μέσα και με ζέστανες… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βοήθησες σήμερα, ήμουνα Εγώ! Εμένα βοήθησες. Εμένα δέχθηκες σήμερα, μπαρμπα-Πανώφ!»
«Ω, Θεέ μου», σιγομουρμούρισε ο γερο-τσαγκάρης με μάτια που έλαμπαν από χαρά και ευτυχία. «Ήρθε τελικά! Ήταν εδώ, λοιπόν, όλη τη μέρα!»


Πηγή

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Ευαγγελικές περικοπές Τριωδίου

Τα ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών του Τριωδίου μας προετοιμάζουν για τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Πατώντας εδώ μπορείτε να διαβάσετε τα ευαγγέλια.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ὁ Ζη­τιά­νος (Нищий)



KΑΘΩΣ βά­δι­ζα στὸν δρό­μο, μὲ στα­μά­τη­σε ἕ­νας ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὰ γη­ρα­τειὰ ζη­τιά­νος. Φλο­γι­σμέ­να, γε­μά­τα δά­κρυ­α μά­τια, με­λα­νὰ χεί­λη, τρα­χιὰ κου­ρέ­λια, ἀ­κά­θαρ­τες πλη­γές… Ὤ, πό­σο ἀ­παί­σια κα­τέ­φα­γε ἡ ἔν­δεια τοῦ­το τὸ δύ­στυ­χο πλά­σμα!

            Ἅ­πλω­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου τὸ κόκ­κι­νο, πρη­σμέ­νο καὶ ἀ­κά­θαρ­το χέ­ρι του. Στέ­να­ζε καὶ βογ­κοῦ­σε γιὰ βο­ή­θεια.

            Ἄρ­χι­σα νὰ ψά­χνω ὅ­λες τὶς τσέ­πες μου… Οὔ­τε πορ­το­φό­λι, οὔ­τε ρο­λό­ι, οὔ­τε κὰν μαν­τή­λι… Τί­πο­τα δὲν εἶ­χα πά­ρει μα­ζί μου.

            Κι ὁ ζη­τιά­νος πε­ρί­με­νε… Καὶ τὸ προ­τε­τα­μέ­νο χέ­ρι του ἔ­τρε­με καὶ σκιρ­τοῦ­σε ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νο.

            Χα­μέ­νος, σα­στι­σμέ­νος, ἔ­σφι­ξα δυ­να­τὰ τοῦ­το τὸ βρώ­μι­κο καὶ τρε­μά­με­νο χέ­ρι…

            — Νὰ μὲ συμ­πα­θᾶς ἀ­δερ­φέ· δὲν ἔ­χω τί­πο­τα πά­νω μου, ἀ­δερ­φέ.

            Ὁ ζη­τιά­νος κάρ­φω­σε πά­νω μου τὰ φλο­γι­σμέ­να μά­τια του. Τὰ μπλά­βα χεί­λη του μει­δί­α­σαν κι ἔ­σφι­ξε κι αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του τὶς ξυ­λι­α­σμέ­νες πα­λά­μες μου.

            Καὶ τί μ’ αὐ­τό, ἀ­δερ­φέ, μουρ­μού­ρι­σε, ἀ­κό­μα καὶ γι’ αὐ­τὸ σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ. Κι αὐ­τὸ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι, ἀ­δερ­φέ.

            Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι κι ἐ­γὼ εἶ­χα λά­βει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πὸ τὸν ἀ­δερ­φό μου.

Φε­βρουά­ριος 1878.

Ιβάν Τουργκένιεφ



Πηγή

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Ἰβὰν Τουργκένιεφ (Иван Тургенев): Τὸ σπουργίτι





ΕΠΕΣΤΡΕΦΑ ἀ­πὸ τὸ κυ­νή­γι βα­δί­ζον­τας στὴν ἀ­λέ­α τοῦ κή­που. Ὁ σκύ­λος ἔ­τρε­χε μπρο­στά μου. Ξαφ­νι­κά, ἔ­κο­ψε τὸν βη­μα­τι­σμό του καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος, σὰν νὰ ὀ­σφραι­νό­ταν μπρο­στά του κά­ποι­ο θή­ρα­μα. Κοί­τα­ξα κα­τὰ μῆ­κος τῆς ἀ­λέ­ας καὶ εἶ­δα ἕ­να νε­α­ρὸ σπουρ­γί­τι μ’ ἕ­να κί­τρι­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ράμ­φος καὶ χνού­δι στὸ κε­φά­λι του. Εἶ­χε πέ­σει ἀ­π’ τὴ φω­λιά του (ὁ ἀ­έ­ρας κλυ­δώ­νι­ζε δυ­να­τὰ τὶς ση­μύ­δες στὴν ἀ­λέ­α) καὶ κα­θό­ταν ἀ­κί­νη­το, τεν­τώ­νον­τας ἀ­βο­ή­θη­τα τὰ νε­ο­γέν­νη­τα φτε­ρά του. Ὁ σκύ­λος μου τὸ πλη­σί­α­σε ἀρ­γά, ὅ­ταν ξαφ­νι­κά, ὁρ­μών­τας ἀ­πὸ ἕ­να κον­τι­νὸ δέν­τρο, ἕ­να ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο, μαυ­ρό­στη­θο σπουρ­γί­τι ἔ­πε­σε σὰν πέ­τρα μπρο­στὰ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴ μου­σού­δα του – καὶ ἀ­να­μαλ­λι­α­σμέ­νο, πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο, μὲ μιὰ ἀ­πελ­πι­σμέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη κραυ­γή, ἀ­να­πή­δη­σε δύ­ο πε­ρί­που φο­ρὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ δόν­τια τοῦ ἀ­νοι­χτοῦ στό­μα­τος τοῦ σκύ­λου. Ὅρ­μη­σε νὰ τὸ σώ­σει, κά­λυ­ψε μὲ τὸ σῶ­μα του τὸ γέν­νη­μά του… Ὅ­μως ὅ­λο το μι­κρό του σῶ­μα ἔ­τρε­με ἀ­πὸ τὴ φρί­κη, ἡ φω­νού­λα του εἶ­χε γί­νει τρα­χιὰ καὶ βρα­χνι­α­σμέ­νη, ἔ­σβη­νε ἀ­πὸ τὸν φό­βο, θυ­σί­α­ζε τὸν ἑ­αυ­τό του! Πό­σο τε­ρά­στιος θὰ τοῦ φαι­νό­ταν ὁ σκύ­λος, σὰν τέ­ρας! Κι ὅ­μως, δὲν ἀρ­κέ­στη­κε στὸ ψη­λό, ἀ­σφα­λὲς κλα­δί του… Μιὰ δύ­να­μη, ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ θέ­λη­σή του, τὸ ἔ­σπρω­ξε ἀ­πὸ κεῖ. Ὁ Τρε­ζόρ μου στα­μά­τη­σε, ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ἀ­να­γνώ­ρι­σε αὐ­τὴ τὴ δύ­να­μη. Ἔ­σπευ­σα νὰ τρα­βή­ξω στὴν ἄ­κρη τὸν σα­στι­σμέ­νο σκύ­λο καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κα γε­μά­τος σε­βα­σμό. Ναί, μὴ γε­λᾶ­τε. Ἔ­νι­ω­σα σε­βα­σμὸ γι’ αὐ­τὸ τὸ μι­κρό, ἡ­ρω­ϊ­κὸ που­λί, γιὰ τὸ ξέ­σπα­σμα τῆς ἀ­γά­πης του. Ἡ ἀ­γά­πη, σκέ­φτη­κα, εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν θά­να­το ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Μό­νο μ’ αὐ­τήν, μό­νο μὲ τὴν ἀ­γά­πη ἀν­τέ­χει κα­νεὶς στὴ ζω­ὴ καὶ προ­χω­ρᾶ.

Ἀ­πρί­λιος, 1878.

Ιβάν Τουργκένιεφ

Πηγή

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Το μοιρασμένο φλουρί





Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ‘πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο. Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά! Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι.

«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να’ ρθει ύστερ’ απ’ τους αγίους. Ας είναι όμως……θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».

Το φτωχό καλό παιδί